- ισοβάθμιος
- -ια, -ιοαυτός που έχει τον ίδιο βαθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόβαθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ιω. Αργυριάδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοβάθμιος — ισοβάθμιος, α, ο και ισόβαθμος, η, ο αυτός που έχει τον ίδιο βαθμό με κάποιον άλλο: Ισοβάθμιοι υπάλληλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισόβαθμος — η, ό ισοβάθμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βαθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων/νο Κούμα] … Dictionary of Greek
ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… … Dictionary of Greek